- βαρβιτῳδός
- βαρβῐτ-ῳδός, όν,A singing to the barbiton, Luc.Lex.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαρβιτωδός — βαρβιτῳδός, ο (Α) αυτός που συνοδεύει το τραγούδι του με βάρβιτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάρβιτος + ωδός «τραγουδιστής»] … Dictionary of Greek
βαρβιτῳδοῦ — βαρβιτῳδός singing to the barbiton masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρβιτος — Μουσικό όργανο της αρχαίας Ελλάδας, που λεγόταν επίσης και κιθάρα. Η καταγωγή του ανάγεται στη μυθολογία, γι’ αυτό και αναφέρεται ως το αγαπημένο μουσικό όργανο του Απόλλωνα. Ήταν όμοιο με τη λύρα, αλλά με μεγαλύτερες διαστάσεις. Τη β.… … Dictionary of Greek